- συμπαρουσία
- συμπαρουσίᾱ , συμπαρουσίαpresence togetherfem nom/voc/acc dualσυμπαρουσίᾱ , συμπαρουσίαpresence togetherfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπαρουσίᾳ — συμπαρουσίᾱͅ , συμπαρουσία presence together fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρουσία — ἡ, Α 1. το να βρίσκεται κανείς ή κάτι κοντά σε άλλον ή σε κάτι άλλο, παράπλευρη θέση 2. (για πλανήτες) ταυτόχρονη παρουσία, σύγχρονη εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπάρειμι (Ι) (βλ. και λ. ουσία)] … Dictionary of Greek
συμπαρουσίας — συμπαρουσίᾱς , συμπαρουσία presence together fem acc pl συμπαρουσίᾱς , συμπαρουσία presence together fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρουσίαι — συμπαρουσίᾱͅ , συμπαρουσία presence together fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρουσίαν — συμπαρουσίᾱν , συμπαρουσία presence together fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)